↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καψούρης η καψούρα το καψούρικο
      γενική του καψούρη της καψούρας του καψούρικου
    αιτιατική τον καψούρη την καψούρα το καψούρικο
     κλητική καψούρη καψούρα καψούρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καψούρηδες οι καψούρες τα καψούρικα
      γενική των καψούρηδων των καψούρικων
    αιτιατική τους καψούρηδες τις καψούρες τα καψούρικα
     κλητική καψούρηδες καψούρες καψούρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καψούρης < καψούρα + -ης

  Επίθετο

επεξεργασία

καψούρης, -α, -ικο

  • που έχει έντονη καψούρα, έντονο πάθος επιθυμίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία