καούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καούρα | οι | καούρες |
γενική | της | καούρας | — | |
αιτιατική | την | καούρα | τις | καούρες |
κλητική | καούρα | καούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καούρα θηλυκό
- (ιατρική) η αίσθηση ότι κάτι μας καίει μέσα μας, που προκαλείται από διάφορα οργανικά αίτια
- κνησμός, φαγούρα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καίω