κνησμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κνησμός | οι | κνησμοί |
γενική | του | κνησμού | των | κνησμών |
αιτιατική | τον | κνησμό | τους | κνησμούς |
κλητική | κνησμέ | κνησμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κνησμός < αρχαία ελληνική κνησμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακνησμός αρσενικό
- (ιατρική) φαγούρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κνησμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κνησμός < από το ρήμα κνάω (ξύνω, ξύνομαι, γαργαλάω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακνησμός αρσενικό