κνάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κνάω < Ανάγεται στη μηδενιστική βαθμίδα *kn- της πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ken- («ξύνω», «τρίβω»). Με διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες (*kn-ē, *kn-id-, *kn-ōd-, *kn-ap-) και προεκτάσεις έχουν δημιουργηθεί πολλές λέξεις. (βλ. αντίστοιχης σημασίας λέξεις λιθ. kn(i)ótis «ξεφλουδίζω, ξύνομαι», αλβ. kromë «ψώρα»).[1][2]
Ρήμα
επεξεργασίακνάω
- αποξέω, ξύνω ή τρίβω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 639 (στίχοι 639-640)
- οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ᾽ αἴγειον κνῆ τυρὸν | κνήστι χαλκείῃ,
- κρασί Πράμνειο και τυρί της αίγας που με τρίφτην | χάλκινον έτριψεν [αυτή],
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ᾽ αἴγειον κνῆ τυρὸν | κνήστι χαλκείῃ,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 639 (στίχοι 639-640)
- γρατσουνίζω
- γαργαλάω
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 35.8 @scaife.perseus
- Διὰ τί, ἐάν τις τὸν περὶ τὰς μασχάλας τόπον κνήσῃ, ἐκγελῶσιν, ἐὰν δέ τινα ἄλλον, οὔ;
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 35.8 @scaife.perseus
- (στη μέση φωνή) ξύνομαι, έχω φαγούρα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήϊος, 48.7 @scaife.perseus
- τίς ἑνὶ δακτύλῳ κνᾶται τὴν κεφαλήν;
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Γοργίας, 494c @scaife.perseus
- καὶ πρῶτον μὲν εἰπὲ εἰ καὶ ψωρῶντα καὶ κνησιῶντα, ἀφθόνως ἔχοντα τοῦ κνῆσθαι, κνώμενον διατελοῦντα τὸν βίον εὐδαιμόνως ἔστι ζῆν.
- Και πρώτα πες μου, αν αυτός που έχει ψώρα και κνησμό, αφού έχει μεγάλη επιθυμία να ξύνεται, περνώντας τη ζωή του με το να ξύνεται, είναι δυνατόν να ζει ευτυχισμένα;
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- καὶ πρῶτον μὲν εἰπὲ εἰ καὶ ψωρῶντα καὶ κνησιῶντα, ἀφθόνως ἔχοντα τοῦ κνῆσθαι, κνώμενον διατελοῦντα τὸν βίον εὐδαιμόνως ἔστι ζῆν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ηθικά, Πῶς ἄν τις ἀπ’ ἐχθρῶν ὠφελοῖτο, 89e @scaife.perseus
- οἷον Λακύδην τὸν Ἀργείων βασιλέα κόμης τις[*] διάθεσις καὶ βάδισμα τρυφερώτερον εἰς μαλακίαν διέβαλε, καὶ Πομπήιον τὸ ἑνὶ κνᾶσθαι τὴν κεφαλὴν δακτύλῳ πορρωτάτω θηλύτητος καὶ ἀκολασίας ὄντα.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Πομπήϊος, 48.7 @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κνησμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- κνάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κνάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.