ξύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξύνω
Ρήμα
επεξεργασίαξύνομαι, πρτ.: ξυνόμουν, στ.μέλλ.: θα ξυστώ & ξυθώ, αόρ.: ξύστηκα & ξύθηκα, μτχ.π.π.: ξυσμένος/ξυμένος, (ενεργ.: ξύνω)
- τρίβω με τα νύχια μου το δέρμα εκεί που αισθάνομαι φαγούρα
- (μεταφορικά) είμαι αργόσχολος και δεν κάνω τίποτε ουσιαστικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- άμα δεν έχεις νύχια να ξυθείς...: πρέπει να τα βγάζεις πέρα μόνος, γιατί κανείς δεν θα σε ξύσει
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ξύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξύνομαι