φαγούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαγούρα | οι | φαγούρες |
γενική | της | φαγούρας | — | |
αιτιατική | τη | φαγούρα | τις | φαγούρες |
κλητική | φαγούρα | φαγούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαγούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαγούρα < φαγ- (θέμα του τρώγω) + -ούρα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faˈɣu.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γού‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαγούρα θηλυκό
- ο κνησμός, όταν μας "τρώει" το δέρμα μας, ο ερεθισμός του δέρματος που δημιουργεί την ανάγκη σε κάποιον να ξυθεί
- νιώθω φαγούρα στην πλάτη
- μεταφορικά, η ανυπομονησία, αδημονία για κάτι
Εκφράσεις
επεξεργασία- έχω μια φαγούρα: (συνήθως στον παρατατικό) (ειρωνικό) μου είναι τελείως αδιάφορο, απορώ γιατί το αναφέρεις, έχω μια σκασίλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαγούρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φαγούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας