φαγουρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.ɣuˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γου‐ρί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαφαγουρίζω
- νιώθω φαγούρα (δόκιμο μόνο στο τρίτο πρόσωπο)
- Με φαγουρίζει το χέρι μου. Λες να πάρω λεφτά; (με τρώει το χέρι μου, έχω φαγούρα στο χέρι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φαγουρίζω | φαγούριζα | θα φαγουρίζω | να φαγουρίζω | φαγουρίζοντας | |
β' ενικ. | φαγουρίζεις | φαγούριζες | θα φαγουρίζεις | να φαγουρίζεις | φαγούριζε | |
γ' ενικ. | φαγουρίζει | φαγούριζε | θα φαγουρίζει | να φαγουρίζει | ||
α' πληθ. | φαγουρίζουμε | φαγουρίζαμε | θα φαγουρίζουμε | να φαγουρίζουμε | ||
β' πληθ. | φαγουρίζετε | φαγουρίζατε | θα φαγουρίζετε | να φαγουρίζετε | φαγουρίζετε | |
γ' πληθ. | φαγουρίζουν(ε) | φαγούριζαν φαγουρίζαν(ε) |
θα φαγουρίζουν(ε) | να φαγουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φαγούρισα | θα φαγουρίσω | να φαγουρίσω | φαγουρίσει | ||
β' ενικ. | φαγούρισες | θα φαγουρίσεις | να φαγουρίσεις | φαγούρισε | ||
γ' ενικ. | φαγούρισε | θα φαγουρίσει | να φαγουρίσει | |||
α' πληθ. | φαγουρίσαμε | θα φαγουρίσουμε | να φαγουρίσουμε | |||
β' πληθ. | φαγουρίσατε | θα φαγουρίσετε | να φαγουρίσετε | φαγουρίστε | ||
γ' πληθ. | φαγούρισαν φαγουρίσαν(ε) |
θα φαγουρίσουν(ε) | να φαγουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φαγουρίσει | είχα φαγουρίσει | θα έχω φαγουρίσει | να έχω φαγουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φαγουρίσει | είχες φαγουρίσει | θα έχεις φαγουρίσει | να έχεις φαγουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φαγουρίσει | είχε φαγουρίσει | θα έχει φαγουρίσει | να έχει φαγουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φαγουρίσει | είχαμε φαγουρίσει | θα έχουμε φαγουρίσει | να έχουμε φαγουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φαγουρίσει | είχατε φαγουρίσει | θα έχετε φαγουρίσει | να έχετε φαγουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φαγουρίσει | είχαν φαγουρίσει | θα έχουν φαγουρίσει | να έχουν φαγουρίσει |
|