Δείτε επίσης: ἀδημονία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδημονία οι αδημονίες
      γενική της αδημονίας των αδημονιών
    αιτιατική την αδημονία τις αδημονίες
     κλητική αδημονία αδημονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδημονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδημονία (δυσφορία), με αλλαγή σημασίας [1] < αρχαία ελληνική ἀδημονῶ < ἀδήμων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ði.moˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δη‐μο‐νί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδημονία θηλυκό

  • η ανυπομονησία ή η ανησυχία που προκαλείται από αναμονή
    ※  Ο συγκεκριμένος τόμος είναι εκείνος που οι αναγνώστες και οι μελετητές του έργου του Μπέκετ περίμεναν με αυξημένη αδημονία, καθώς καλύπτει την πιο παραγωγική δεκαετία του ιρλανδού συγγραφέα, όταν έγραψε τα μεγάλα γνωστά έργα του. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία