αδημονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αδημονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδημονία (δυσφορία), με αλλαγή σημασίας [1] < αρχαία ελληνική ἀδημονῶ < ἀδήμων
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði.moˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δη‐μο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδημονία θηλυκό
- η ανυπομονησία ή η ανησυχία που προκαλείται από αναμονή
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδημονία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αδημονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας