Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impatience impatiences

impatience (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία