impatience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimpatience (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impatience | impatiences |
impatience (fr) θηλυκό
- η ανυπομονησία, η αδημονία
impatience (en)
ενικός | πληθυντικός |
impatience | impatiences |
impatience (fr) θηλυκό