patience
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
patience | patiences |
patience (fr) θηλυκό
- η υπομονή
ενικός | πληθυντικός |
patience | patiences |
patience (fr) θηλυκό