ενικός         πληθυντικός  
anxiety anxieties

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anxiety (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η αγωνία, ο άγχος, η ανησυχία, η κατάσταση του να νιώθεις νευρικότητα ή φόβο ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί
    ⮡  The dissolution of her marriage caused us all a great deal of anxiety.
    Η διάλυση του γάμου της ήταν αιτία μεγάλης αγωνίας για όλους μας.
    ⮡  Tonight I have a concert and I’m having anxiety.
    Απόψε έχω συναυλία και έχω άγχος.
    ⮡  I cause someone anxiety.
    Προκαλώ ανησυχία σε κάποιον.
  2. (μετρήσιμο) η έγνοια, η φροντίδα
    ⮡  money/family anxieties - χρηματικές/οικογενειακές έγνοιες
    ⮡  He was weighed down with anxieties.
    Τον λύγισαν οι φροντίδες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
  3. (μη μετρήσιμο) η ανυπομονησία, ένα έντονο αίσθημα λαχτάρας να γίνει κάτι ή λαχτάρας να συμβεί κάτι
    ⮡  I have a lot of anxiety to learn the results.
    Έχω μεγάλη ανυπομονησία να μάθω τα αποτελέσματα.

Συγγενικά

επεξεργασία