anxiety
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
anxiety | anxieties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαanxiety (en)
- (μη μετρήσιμο) η αγωνία, ο άγχος, η ανησυχία, η κατάσταση του να νιώθεις νευρικότητα ή φόβο ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί
- ⮡ The dissolution of her marriage caused us all a great deal of anxiety.
- Η διάλυση του γάμου της ήταν αιτία μεγάλης αγωνίας για όλους μας.
- ⮡ Tonight I have a concert and I’m having anxiety.
- Απόψε έχω συναυλία και έχω άγχος.
- ⮡ I cause someone anxiety.
- Προκαλώ ανησυχία σε κάποιον.
- ⮡ The dissolution of her marriage caused us all a great deal of anxiety.
- (μετρήσιμο) η έγνοια, η φροντίδα
- (μη μετρήσιμο) η ανυπομονησία, ένα έντονο αίσθημα λαχτάρας να γίνει κάτι ή λαχτάρας να συμβεί κάτι
- ⮡ I have a lot of anxiety to learn the results.
- Έχω μεγάλη ανυπομονησία να μάθω τα αποτελέσματα.
- ⮡ I have a lot of anxiety to learn the results.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- anxiety - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9, 67, 259, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωνία, ανησυχία, έγνοια, φροντίδα