ερεθισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερεθισμός < αρχαία ελληνική ἐρεθισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερεθισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ερεθίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερεθισμός
ερεθισμός αρσενικό