Ετυμολογία

επεξεργασία

brûlure < brûler + -ure

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brûlure brûlures

brûlure (fr) θηλυκό

  1. η καούρα
  2. το έγκαυμα
  3. η κάψα

Άλλες μορφές

επεξεργασία