↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καΐλα οι καΐλες
      γενική της καΐλας
    αιτιατική την καΐλα τις καΐλες
     κλητική καΐλα καΐλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καΐλα < καίω + -ίλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καΐλα θηλυκό

  1. (ιατρική) η καούρα
  2. καύσωνας
  3. στενοχώρια
  4. λαχτάρα, επιθυμία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία