χαρτούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτούρα | οι | χαρτούρες |
γενική | της | χαρτούρας | — | |
αιτιατική | τη | χαρτούρα | τις | χαρτούρες |
κλητική | χαρτούρα | χαρτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτούρα θηλυκό
- πλήθος εγγράφων, χαρτομάνι, συνήθως για χαρτιά / έγγραφα / βιβλία σε μεγάλη ποσότητα
- (αργκό) τα χαρτονομίσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτούρα