Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτούρα οι χαρτούρες
      γενική της χαρτούρας
    αιτιατική τη χαρτούρα τις χαρτούρες
     κλητική χαρτούρα χαρτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτούρα < χαρτί + -ούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτούρα θηλυκό

  1. πλήθος εγγράφων, χαρτομάνι, συνήθως για χαρτιά / έγγραφα / βιβλία σε μεγάλη ποσότητα
  2. (αργκό) τα χαρτονομίσματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία