Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτομάνι < χαρτί και -μάνι (πλήθος, από τη λατινική λέξη manus, χέρι αλλά και πλήθος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτομάνι ουδέτερο άκλιτο

  • πλήθος εγγράφων, χαρτούρα, συνήθως για χαρτιά που πιθανόν να μην είναι απαραίτητα, σιγουρα πάντως για χαρτιά, έγγραφα, βιβλία που είναι συγκεντρωμένα σε μεγαλύτερο αριθμό από τον ανεμενόμενο, περισσότερα από το κανονικό
  • Πω πω χαρτομάνι εδώ μέσα! Πέτα και τίποτα χριστιανή μου, τι τα θες όλα αυτά; Υπάρχει και το διαδίκτυο ξέρεις, το ιντερνέτ που λέγατε στα νιάτα σου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία