σκουπιδομάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουπιδομάνι | τα | σκουπιδομάνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκουπιδομάνι | τα | σκουπιδομάνια |
κλητική | σκουπιδομάνι | σκουπιδομάνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκουπιδομάνι ουδέτερο άκλιτο
- πλήθος σκουπιδιών, σκουπιδαριό αλλά σε μεγάλη ποσότητα, πλήθος άχρηστων αντικειμένων, εγγράφων, ρούχων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις -μάνι, γυναικομάνι, χαρτομάνι και ανθρωπομάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουπιδομάνι