Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμηδενιστής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκμηδενιστής αρσενικό

  1. απόλυτος καταστροφέας
  2. φονιάς, γενοκτόνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία