γενοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγενοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) αυτός που έχει προβεί σε γενοκτονία
- ο γενοκτόνος θεωρείται εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας
γενοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό