Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνοκτόνος η εθνοκτόνα το εθνοκτόνο
      γενική του εθνοκτόνου της εθνοκτόνας του εθνοκτόνου
    αιτιατική τον εθνοκτόνο την εθνοκτόνα το εθνοκτόνο
     κλητική εθνοκτόνε εθνοκτόνα εθνοκτόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνοκτόνοι οι εθνοκτόνες τα εθνοκτόνα
      γενική των εθνοκτόνων των εθνοκτόνων των εθνοκτόνων
    αιτιατική τους εθνοκτόνους τις εθνοκτόνες τα εθνοκτόνα
     κλητική εθνοκτόνοι εθνοκτόνες εθνοκτόνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνοκτόνος < εθνο- + -κτόνος

  Επίθετο επεξεργασία

εθνοκτόνος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία