zero
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | zero |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zeroes |
αόριστος | zeroed |
παθητική μετοχή | zeroed |
ενεργητική μετοχή | zeroing |
zero (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Αλβανικά (sq)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (sq)
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (eu)
Ιαπωνικά (ja)
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαzero (rōmaji)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (it)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαzero (pl) < zéro (fr) < zéro (it) < cero (es) < صفر (ar)
Προφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (pl)
- (τακτικό) μηδέν (αριθμός που δείχνει την απουσία οποιασδήποτε ποσότητας)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzero (pl) ουδέτερο
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (pt)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαzero (ro)