zero in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | zero in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zeroes in |
αόριστος | zeroed in |
παθητική μετοχή | zeroed in |
ενεργητική μετοχή | zeroing in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαzero in (en)
Συγγενικά
επεξεργασία- zero in on someone/something