Ετυμολογία

επεξεργασία

στοχεύω, αόρ.: στόχευσα, μτχ.π.π.: στοχευμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. σημαδεύω ένα στόχο, με σκοπό να κατευθύνω τη βολή του όπλου μου σε αυτόν
     συνώνυμα: σκοπεύω, ξαμώνω, μεταφορικά: κλειδώνω στόχο
  2. (μεταφορικά) επιδιώκω να πετύχω κάτι, αποβλέπω στην επίτευξη ενός στόχου

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη στόχος

Μεταφράσεις

επεξεργασία