αποβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποβλέπω < ἀπό + βλέπω
- για τη σημασία: βασίζομαι σε... < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική look to [1]
Ρήμα
επεξεργασίααποβλέπω, αόρ.: απέβλεψα/(απόβλεψα)/απόειδα (χωρίς παθητική φωνή)
- αποσκοπώ, στοχεύω, έχω ως σκοπό
- βασίζομαι πάνω στις ενέργειες ή τις ικανότητες κάποιου, ελπίζοντας να βγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
- ⮡ αποβλέπω στη βοήθειά του
- → δείτε και τον αόριστο απόειδα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αποβλέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας