ενεστώτας look to
γ΄ ενικό ενεστώτα looks to
αόριστος looked to
παθητική μετοχή looked to
ενεργητική μετοχή looking to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
look to < → δείτε τις λέξεις look και to

look to (en)

  • κοιτάζω, ενδιαφέρομαι κάτι και η βελτίωση του
    ⮡  The country must look to its defenses/interests.
    Η χώρα πρέπει να κοιτάξει την άμυνά της/το συμφέρον της.