ξαμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαμώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαμώνω / ἀξαμώνω (στοχεύω, υπολογίζω) < ἔξαμον / ἔξαμος (μονάδα μέτρησης) < λατινική examen < *ex-agmen < exigo < ex + ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)
Ρήμα
επεξεργασίαξαμώνω
- (λαϊκότροπο) σηκώνω απειλητικά το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
- ※ Ο Αναστάσης συνήρθε νωρία απ' την αξαφνιά, της κατέβασε βίαια τα χέρια και ξάμωσε να τη χτυπήσει. (Τάκης Δόξας Μια χούφτα καλάμια [διήγημα])
- (ιδιωματικό) (Σαρακατσάνοι) απλώνω το χέρι, για να πλησιάσω κάποιον ή για να πάρω / δώσω κάτι
- (παρωχημένο) μετρώ απόσταση ή χωρητικότητα, σημαδεύω για να υπολογίσω
- σημαδεύω
- (παρωχημένο) πλησιάζω (ίσως υπό την επίδραση του σιμώνω)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαμώνω
|