Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαμώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαμώνω / ἀξαμώνω (στοχεύω, υπολογίζω) < ἔξαμον / ἔξαμος (μονάδα μέτρησης) < λατινική examen < *ex-agmen < exigo < ex + ago < πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)

ξαμώνω

  1. (λαϊκότροπο) σηκώνω απειλητικά το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
    ※  Ο Αναστάσης συνήρθε νωρία απ' την αξαφνιά, της κατέβασε βίαια τα χέρια και ξάμωσε να τη χτυπήσει. (Τάκης Δόξας Μια χούφτα καλάμια [διήγημα])
  2. (ιδιωματικό) (Σαρακατσάνοι) απλώνω το χέρι, για να πλησιάσω κάποιον ή για να πάρω / δώσω κάτι
  3. (παρωχημένο) μετρώ απόσταση ή χωρητικότητα, σημαδεύω για να υπολογίσω
  4. σημαδεύω
  5. (παρωχημένο) πλησιάζω (ίσως υπό την επίδραση του σιμώνω)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία