Ετυμολογία

επεξεργασία
exigo < ex + ago

exigo (la)

  1. εξάγω, βγάζω
  2. εκδιώκω
  3. ωθώ
  4. αφήνω
  5. απαιτώ
  6. εισπράττω
  7. ρωτώ, εξετάζω, σκέφτομαι
  8. ολοκληρώνω
  9. διάγω
  10. ορίζω
  11. υπομένω, υποφέρω