απειλητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
απειλητικά < απειλητικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
απειλητικά
- με απειλητικό τρόπο
- οι φλόγες πλησίαζαν απειλητικά το χωριό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απειλητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απειλητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απειλητικό