threateningly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | threateningly |
συγκριτικός | more threateningly |
υπερθετικός | most threateningly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- threateningly < threatening + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαthreateningly (en)
- απειλητικά
- ⮡ He looked at me threateningly.
- Με κοίταξε απειλητικά.
- ≈ συνώνυμα: menacingly
- ⮡ He looked at me threateningly.