τεκταίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τεκταίνομαι < αρχαία ελληνική τεκταίνω
Ρήμα
επεξεργασίατεκταίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- βυσσοδομώ
- δολοπλοκώ
- εξυφαίνω
- μαγειρεύω
- μηχανεύομαι
- μηχανορραφώ
- ραδιουργώ
- σκαρώνω
- σκευωρώ
- τεχνάζομαι
- χαλκεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τεκταίνομαι
|