Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλκεύω

  1. επεξεργάζομαι το χαλκό
  2. κάνω το επάγγελμα του χαλκέα
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
  4. πλαστογραφώ