Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xalˈce.vo/

χαλκεύω

  1. κατασκευάζω κάτι χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το χαλκό
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ, πλάθω
  3. (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, πλάθοντας σκευωρίες εναντίον του
  4. (μεταφορικά) Παραποιώ, διαστρεβλώνω
     συνώνυμα: σκευωρώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύς

χαλκεύω

  1. επεξεργάζομαι το χαλκό
  2. κάνω το επάγγελμα του χαλκέα
  3. (μεταφορικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
  4. πλαστογραφώ