χαλκεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύω
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
χαλκεύω
- κατασκευάζω κάτι χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη το χαλκό
- (μεταφορικά) δημιουργώ, πλάθω
- (μεταφορικά) κατηγορώ κάποιον, πλάθοντας σκευωρίες εναντίον του
- (μεταφορικά) παραποιώ, διαστρεβλώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλκεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλκεύω < αρχαία ελληνική χαλκεύς
Ρήμα
επεξεργασία
χαλκεύω
- επεξεργάζομαι το χαλκό
- κάνω το επάγγελμα του χαλκέα
- (μεταφορικά) δημιουργώ, κατασκευάζω
- πλαστογραφώ