χάλκωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάλκωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάλκωμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxal.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χάλ‐κω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλκωμα ουδέτερο
- (ιδίως παλιότερα, λαϊκότροπο) εργαλείο ή σκεύος από χαλκό
- (ειδικότερα στον πληθυντικό χαλκώματα) γενικώς τα χάλικα σκεύη, τα κουζινικά που έπαιρνε προίκα η νύφη[1]
- (λαϊκότροπο, σπάνιο) ο χαλκός[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με χαλκω-
- για το χαλκ-ωρυχείο → δείτε χαλκο- / χαλκ-
→ και δείτε τη λέξη χαλκός για θέμα χαλκ-
- Όροι με χαλκ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χάλκωμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 χάλκωμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- χάλκωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χάλκωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλκωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάλκωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλκωμα ουδέτερο
- χαλκός
- άλλες μορφές: χάλκωμαν με γενική ενικού χαλκωμάτου
Παράγωγα
επεξεργασία- χαλκωματάς / χαλκωματᾶς
- χαλκωματικά (ουδέτερο πληθυντικός)
- χαλκωμάτιον
- χαλκωματίτζιον
- χαλκωματοπώλης
- χαλκωματουργός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χαλκός
Πηγές
επεξεργασία- χάλκωμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χάλκωμᾰ | τὰ | χαλκώμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | χαλκώμᾰτος | τῶν | χαλκωμᾰ́των |
δοτική | τῷ | χαλκώμᾰτῐ | τοῖς | χαλκώμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | χάλκωμᾰ | τὰ | χαλκώμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | χάλκωμᾰ | χαλκώμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαλκώμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χαλκωμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλκωμα < χαλκ(όω) / χαλκ(ῶ) (< χαλκός) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλκωμα, -ατος ουδέτερο
- ο,τιδήποτε από χαλκό (τσουκάλι, όργανο μουσικής, εργαλείο, όπλο, ασπίδα)
- το χάλκινο τμήμα ενός αντικειμένου (όπως της λύρας) συχνά σε αντιπαραβολή προς "τό ξύλον" (δηλαδή τα ξύλινα μέρη του ίδιου αντικειμένου)
- το επιχαλκωμένο τμήμα αντικειμένου (όπως της ασπίδας)
- ακρόπρωρο του πλοίου και μεταλλικό έμβολο
- δίσκος, πινάκιο από χαλκό ή τετράγωνο φύλλο χαλκού για καταγραφή αρχείων ή σημειώσεων (ελληνιστική εποχή)
- άλλες μορφές: Έχει βρεθεί γραμμένο και χάλχωμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χάλκωμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλκωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.