Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκίον < χαλκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκίον ουδέτερο

  1. άλλη μορφή της λέξης χαλκεῖον στη σημασία του αντικειμένου από χαλκό (όχι του χαλκουργείου)
  2. ευτελές νόμισμα, μικρής αξίας, είδος μεταλλικού εισιτηρίου που έφερε το όνομα του δικαστηρίου για τους δικαστές που κληρώνονταν
  3. κύμβαλο
    τὸ Δωδωναῖον χαλκίον