Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκόω < χαλκός

χαλκόω-χαλκῶ (μέλλ. χαλκώσω)

  1. κατσκευάζω από χαλκό, ντύνω με χαλκό
  2. μετατρέπω κάτι σε χάλκινο
  3. παθητικό ντύνομαι με χαλκό