χαλκωρυχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκωρυχείο < ελληνιστική κοινή χαλκωρυχεῖον[1] < αρχαία ελληνική χαλκός + ὀρύσσω (το ω (χαλκωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλκωρυχείο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χαλκωρύχος, χαλκός και ορυχείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκωρυχείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χαλκωρυχεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.