Δείτε επίσης: Χαλκωματάς, χαλκωματᾶς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκωματάς οι χαλκωματάδες
      γενική του χαλκωματά των χαλκωματάδων
    αιτιατική τον χαλκωματά τους χαλκωματάδες
     κλητική χαλκωματά χαλκωματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλκωματάς/χαλκωματᾶς αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία