Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

coppersmith < copper +‎ smith

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /XXX/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

coppersmith (en)

  1. χαλκουργός, χαλκωματάς
  2. (πτηνό) είδος πουλιού της νότιας Ασίας (Megalaima haemacephala)