copper
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- copper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική coper < αγγλοσαξονική coper < υστερολατινική cuprum < λατινική cyprium (κυπριακό μέταλλο) < αρχαία ελληνική Κύπρος
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
copper (en)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: χαλκός
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
copper στην αγγλική Βικιπαίδεια