Ετυμολογία

επεξεργασία
aerarius < aes + -arius

  Επίθετο

επεξεργασία

aerarius, -a, -um

  1. χάλκινος
  2. μπρούτζινος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική aerarius aeraria aerarium aerariī aerariae aeraria
γενική aerariī aerariae aerariī aerariōrum aerariārum aerariōrum
δοτική aerariō aerariae aerariō aerariīs aerariīs aerariīs
αιτιατική aerarium aerariam aerarium aerariōs aerariās aeraria
κλητική aerarie aeraria aerarium aerariī aerariae aeraria
αφαιρετική aerariō aerariā aerariō aerariīs aerariīs aerariīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aerarius αρσενικό

  1. χαλκουργός, χαλκωματάς
  2. πολίτης κατώτερης κοινωνικής τάξης
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική aerarius aerariī
γενική aerariī aerariōrum
δοτική aerariō aerariīs
αιτιατική aerarium aerariōs
κλητική aerarie aerariī
αφαιρετική aerariō aerariīs
(β' κλίση)