χαλκευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαλκευτής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο χαλκουργός
- αυτός που παραποιεί την αλήθεια
- χαλκευτής συκοφαντιών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλκευτής
|
χαλκευτής αρσενικό
|