χάλκευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάλκευση | οι | χαλκεύσεις |
γενική | της | χάλκευσης* | των | χαλκεύσεων |
αιτιατική | τη | χάλκευση | τις | χαλκεύσεις |
κλητική | χάλκευση | χαλκεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλκεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλκευση < χαλκεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάλκευση θηλυκό
- η κατασκευή πλαστών στοιχείων και η επινόηση ψευδών κατηγοριών προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα κάποιου ή να χρησιμοποιηθούν εναντίον κάποιου άλλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία χάλκευση
|