↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχαλκωμένος η επιχαλκωμένη το επιχαλκωμένο
      γενική του επιχαλκωμένου της επιχαλκωμένης του επιχαλκωμένου
    αιτιατική τον επιχαλκωμένο την επιχαλκωμένη το επιχαλκωμένο
     κλητική επιχαλκωμένε επιχαλκωμένη επιχαλκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχαλκωμένοι οι επιχαλκωμένες τα επιχαλκωμένα
      γενική των επιχαλκωμένων των επιχαλκωμένων των επιχαλκωμένων
    αιτιατική τους επιχαλκωμένους τις επιχαλκωμένες τα επιχαλκωμένα
     κλητική επιχαλκωμένοι επιχαλκωμένες επιχαλκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχαλκώνω

επιχαλκωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία