επιχαλκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχαλκώνω
Μετοχή
επεξεργασίαεπιχαλκωμένος, -η, -ο
- που έχει επιχαλκωθεί, που έχει επιστρωθεί με χαλκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχαλκωμένος
|