επιχαλκώνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
επιχαλκώνω
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχαλκώνω | επιχάλκωνα | θα επιχαλκώνω | να επιχαλκώνω | επιχαλκώνοντας | |
β' ενικ. | επιχαλκώνεις | επιχάλκωνες | θα επιχαλκώνεις | να επιχαλκώνεις | επιχάλκωνε | |
γ' ενικ. | επιχαλκώνει | επιχάλκωνε | θα επιχαλκώνει | να επιχαλκώνει | ||
α' πληθ. | επιχαλκώνουμε | επιχαλκώναμε | θα επιχαλκώνουμε | να επιχαλκώνουμε | ||
β' πληθ. | επιχαλκώνετε | επιχαλκώνατε | θα επιχαλκώνετε | να επιχαλκώνετε | επιχαλκώνετε | |
γ' πληθ. | επιχαλκώνουν(ε) | επιχάλκωναν επιχαλκώναν(ε) |
θα επιχαλκώνουν(ε) | να επιχαλκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχάλκωσα | θα επιχαλκώσω | να επιχαλκώσω | επιχαλκώσει | ||
β' ενικ. | επιχάλκωσες | θα επιχαλκώσεις | να επιχαλκώσεις | επιχάλκωσε | ||
γ' ενικ. | επιχάλκωσε | θα επιχαλκώσει | να επιχαλκώσει | |||
α' πληθ. | επιχαλκώσαμε | θα επιχαλκώσουμε | να επιχαλκώσουμε | |||
β' πληθ. | επιχαλκώσατε | θα επιχαλκώσετε | να επιχαλκώσετε | επιχαλκώστε | ||
γ' πληθ. | επιχάλκωσαν επιχαλκώσαν(ε) |
θα επιχαλκώσουν(ε) | να επιχαλκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχαλκώσει | είχα επιχαλκώσει | θα έχω επιχαλκώσει | να έχω επιχαλκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχαλκώσει | είχες επιχαλκώσει | θα έχεις επιχαλκώσει | να έχεις επιχαλκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχαλκώσει | είχε επιχαλκώσει | θα έχει επιχαλκώσει | να έχει επιχαλκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχαλκώσει | είχαμε επιχαλκώσει | θα έχουμε επιχαλκώσει | να έχουμε επιχαλκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχαλκώσει | είχατε επιχαλκώσει | θα έχετε επιχαλκώσει | να έχετε επιχαλκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχαλκώσει | είχαν επιχαλκώσει | θα έχουν επιχαλκώσει | να έχουν επιχαλκώσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
επιχαλκώνω
|