ορειχαλκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορειχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ορειχαλκώνω
Μετοχή
επεξεργασίαορειχαλκωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ορειχαλκώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορειχαλκωμένος
|
ορειχαλκωμένος, -η, -ο
|