ορειχαλκώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορειχαλκώνω < ορείχαλκος + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαορειχαλκώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ορειχάλκωση
- ορειχαλκωμένος
- → δείτε τη λέξη ορείχαλκος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ορειχαλκώνω | ορειχάλκωνα | θα ορειχαλκώνω | να ορειχαλκώνω | ορειχαλκώνοντας | |
β' ενικ. | ορειχαλκώνεις | ορειχάλκωνες | θα ορειχαλκώνεις | να ορειχαλκώνεις | ορειχάλκωνε | |
γ' ενικ. | ορειχαλκώνει | ορειχάλκωνε | θα ορειχαλκώνει | να ορειχαλκώνει | ||
α' πληθ. | ορειχαλκώνουμε | ορειχαλκώναμε | θα ορειχαλκώνουμε | να ορειχαλκώνουμε | ||
β' πληθ. | ορειχαλκώνετε | ορειχαλκώνατε | θα ορειχαλκώνετε | να ορειχαλκώνετε | ορειχαλκώνετε | |
γ' πληθ. | ορειχαλκώνουν(ε) | ορειχάλκωναν ορειχαλκώναν(ε) |
θα ορειχαλκώνουν(ε) | να ορειχαλκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ορειχάλκωσα | θα ορειχαλκώσω | να ορειχαλκώσω | ορειχαλκώσει | ||
β' ενικ. | ορειχάλκωσες | θα ορειχαλκώσεις | να ορειχαλκώσεις | ορειχάλκωσε | ||
γ' ενικ. | ορειχάλκωσε | θα ορειχαλκώσει | να ορειχαλκώσει | |||
α' πληθ. | ορειχαλκώσαμε | θα ορειχαλκώσουμε | να ορειχαλκώσουμε | |||
β' πληθ. | ορειχαλκώσατε | θα ορειχαλκώσετε | να ορειχαλκώσετε | ορειχαλκώστε | ||
γ' πληθ. | ορειχάλκωσαν ορειχαλκώσαν(ε) |
θα ορειχαλκώσουν(ε) | να ορειχαλκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ορειχαλκώσει | είχα ορειχαλκώσει | θα έχω ορειχαλκώσει | να έχω ορειχαλκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ορειχαλκώσει | είχες ορειχαλκώσει | θα έχεις ορειχαλκώσει | να έχεις ορειχαλκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ορειχαλκώσει | είχε ορειχαλκώσει | θα έχει ορειχαλκώσει | να έχει ορειχαλκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ορειχαλκώσει | είχαμε ορειχαλκώσει | θα έχουμε ορειχαλκώσει | να έχουμε ορειχαλκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ορειχαλκώσει | είχατε ορειχαλκώσει | θα έχετε ορειχαλκώσει | να έχετε ορειχαλκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ορειχαλκώσει | είχαν ορειχαλκώσει | θα έχουν ορειχαλκώσει | να έχουν ορειχαλκώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορειχαλκώνω
|