ορειχάλκωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορειχάλκωση | οι | ορειχαλκώσεις |
γενική | της | ορειχάλκωσης* | των | ορειχαλκώσεων |
αιτιατική | την | ορειχάλκωση | τις | ορειχαλκώσεις |
κλητική | ορειχάλκωση | ορειχαλκώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορειχαλκώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορειχάλκωση < ορειχαλκώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορειχάλκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ορειχαλκώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορειχάλκωση
|