Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορείχαλκος οι ορείχαλκοι
      γενική του ορείχαλκου
ορειχάλκου
των ορείχαλκων
ορειχάλκων
    αιτιατική τον ορείχαλκο τους ορείχαλκους
ορειχάλκους
     κλητική ορείχαλκε ορείχαλκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βρύση από ορείχαλκο
 
αστρολάβος από ορείχαλκο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορείχαλκος < αρχαία ελληνική ὀρείχαλκος < ακκαδική 𒍏 (URUD, χαλκός) + χαλκός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈri.xal.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρεί‐χαλ‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορείχαλκος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ή < ὄρος + χαλκός: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.