πάφιλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάφιλας | οι | πάφιλες |
γενική | του | πάφιλα | των | παφίλων |
αιτιατική | τον | πάφιλα | τους | πάφιλες |
κλητική | πάφιλα | πάφιλες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.fi.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐φι‐λας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάφιλας αρσενικό
- (παρωχημένο) ο ορείχαλκος
- λεπτό έλασμα από μέταλλο (συνήθως ορείχαλκο)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ορείχαλκος
λεπτό έλασμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πάφιλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας