↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάφιλας οι πάφιλες
      γενική του πάφιλα των παφίλων
    αιτιατική τον πάφιλα τους πάφιλες
     κλητική πάφιλα πάφιλες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάφιλας < ίσως συμφυρμός των τουρκική paf(ta) (στολίδι αλόγου από μέταλλο) + φύλλο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpa.fi.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐φι‐λας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάφιλας αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο ορείχαλκος
  2. λεπτό έλασμα από μέταλλο (συνήθως ορείχαλκο)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ορείχαλκος

  Αναφορές

επεξεργασία