πάφυλλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάφυλλας | οι | πάφυλλες |
γενική | του | πάφυλλα | των | παφύλλων |
αιτιατική | τον | πάφυλλα | τους | πάφυλλες |
κλητική | πάφυλλα | πάφυλλες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάφυλλας < → δείτε τη λέξη πάφιλας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.fi.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐φυλ‐λας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάφυλλας αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.