↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παφιλένιος η παφιλένια το παφιλένιο
      γενική του παφιλένιου της παφιλένιας του παφιλένιου
    αιτιατική τον παφιλένιο την παφιλένια το παφιλένιο
     κλητική παφιλένιε παφιλένια παφιλένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παφιλένιοι οι παφιλένιες τα παφιλένια
      γενική των παφιλένιων των παφιλένιων των παφιλένιων
    αιτιατική τους παφιλένιους τις παφιλένιες τα παφιλένια
     κλητική παφιλένιοι παφιλένιες παφιλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παφιλένιος < πάφιλ(ος) + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.fiˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐φι‐λέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

παφιλένιος, -α, -ο [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. παφιλένιος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .